ανακρεμώ

ανακρεμώ
(-άω) και -άζω
1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ
2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ
3. κρεμώ ανάποδα
4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και να προχωρήσει η ύφανση μέχρι τέλους
5. αναβάλλω την εκτέλεση μιας πράξης
6. κρεμιέμαι
7. προμηνύω βροχή
«ανακρεμά ο καιρός», είναι νεφελώδης και τείνει να βρέξει
8. συντελούμαι, τελειώνω
9. Ναυτ. σηκώνω τις βάρκες από τη θάλασσα και τις στερεώνω στους τροχίλους τών πλευρών τού πλοίου
10. παθ. ανακρεμιέμαι
κρεμιέμαι από κάτι, στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀνακρεμάννυμι.
ΠΑΡ. ανακρέμαση, ανακρεμασιά, ανακρέμασμα, ανακρεμαστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανακρεμώ — και ανακρεμνώ και ανακρεμάζω ασα, άστηκα, ασμένος 1. σηκώνω και κρεμώ κάτι ψηλά: Τα σύννεφα είχαν ανακρεμαστεί πάνω και γύρω τους. 2. (για τον καιρό), κλίνω στη βροχή: Από το πρωί σήμερα ο καιρός ανακρεμά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακρεμάζω — βλ. ανακρεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεκρέμασα, αόρ. τού ανακρεμώ, που συνέπιπτε με τον αόρ. ρημάτων σέ άζω (πρβλ. ετοίμασα ετοιμάζω)] …   Dictionary of Greek

  • ανακρέμαση — η 1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση 2. η εκ νέου ανάρτηση, ξανακρέμασμα 3. η πρόσδεση τών τελευταίων άκρων τού στημονιού κατά το τέλος τής ύφανσης σε ραβδί που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια* 4. συγκέντρωση νεφών… …   Dictionary of Greek

  • ανακρέμασμα — το [ανακρεμώ] 1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση 2. απόκρημνος βράχος ή βυθός …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμασιά — η [ανακρεμώ] απόκρημνος βυθός θάλασσας …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμαστός — ή, ό [ανακρεμώ] 1. κρεμασμένος ψηλά, ψηλοκρεμαστός, κρεμαστός 2. το ουδ. ως ουσ. το ανακρεμαστό η ανακρεμασιά* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”